- διακοσμώ
- (ε) μετ.1) украшать, убирать; 2) декорировать;
3) упорядочивать, приводить в порядок διακοσμώ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
3) упорядочивать, приводить в порядок διακοσμώ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διακοσμώ — διακοσμώ, διακόσμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διακοσμώ — (AM διακοσμῶ, έω) 1. διευθετώ πράγματα με κατάλληλο τρόπο ώστε να αποτελέσουν αρμονικό και καλαίσθητο σύνολο 2. καλλωπίζω, στολίζω 3. εξωραΐζω με γραπτά, γλυπτά, κεντητά κ.ά. κοσμήματα αρχ. 1. τακτοποιώ 2. ρυθμίζω, κανονίζω 3. (στους Στωικούς)… … Dictionary of Greek
διακοσμώ — διακόσμησα, διακοσμήθηκα, διακοσμημένος, επεμβαίνω με σκοπό την αισθητική βελτίωση, εξωραΐζω: Το κτίριο διακοσμήθηκε εξωτερικά από γνωστό αρχιτέκτονα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακοσμῶ — διακοσμέω divide and marshal pres subj act 1st sg (attic epic doric) διακοσμέω divide and marshal pres ind act 1st sg (attic epic doric) διακοσμέω divide and marshal pres subj act 1st sg (attic epic doric) διακοσμέω divide and marshal pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσμῳ — διάκοσμος battle order masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμασκηνώνω — διακοσμώ αντικείμενο από σίδηρο ή χάλυβα με σύρματα από χρυσό ή άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. damascene, damaskeen γαλλ. damasquiner ιταλ. damaschinare)] … Dictionary of Greek
γαϊτανώνω — διακοσμώ φόρεμα ή ύφασμα με γαϊτάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακόσμωι — διακόσμῳ , διάκοσμος battle order masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακοσμίζω — (Μ) διακοσμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστώς (αντί τού διακοσμώ) από τον αόρ. διεκόσμησα, που συνέπιπτε με τον αόρ. σε ίσα τών ρημάτων σε ίζω] … Dictionary of Greek
διανθίζω — (AM διανθίζω) 1. ανθοστολίζω, διακοσμώ με άνθη 2. διακοσμώ με κεντήματα, δαντέλες ή πολύτιμους λίθους 3. εμπλουτίζω τον λόγο με εντυπωσιακές εκφράσεις, ρητορικά σχήματα ή παραθέματα από άλλους συγγραφείς, γνωμικά, παροιμίες κ.λπ … Dictionary of Greek
εξανθίζω — και εξανθώ, έω (AM ἐξανθίζω) 1. κάνω κάτι ν ανθίσει 2. μέσ. κόβω άνθη, μαζεύω λουλούδια 3. ανθολογώ, διαλέγω, σχηματίζω ανθολογία αρχ. 1. (γεν. και μτφ.) στολίζω με άνθη, χρωματίζω με ανθηρά, ποικίλα χρώματα και γενικά στολίζω, κοσμώ, διακοσμώ,… … Dictionary of Greek